- στούμπος
- ο(λ. σλαβ.), κόπανος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στούμπος — και στρούμπος, ο, Ν 1. ξύλινος κόπανος 2. μεγάλη πέτρα 3. ειρων. κοντός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. stonpa] … Dictionary of Greek
κοντοστούμπης — α, ικο πολύ κοντός, βραχύσωμος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + στούμπος «κόπανος»] … Dictionary of Greek
σκορδοστούμπι — το, Ν 1. φαγητό παρασκευαζόμενο από κρέας και σκόρδο 2. σκορδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + στούμπος / στουμπώνω «παραγεμίζω», κατά τα ουδ. σε ι] … Dictionary of Greek
στουμπάω — Ν [στούμπος] στουμπίζω … Dictionary of Greek
στουμπίζω — Ν [στούμπος] 1. σπάω, κομματιάζω χτυπώντας με τον στούμπο, με τον κόπανο («στουμπίζω τα σκόρδα») 2. δέρνω με γροθιές ή με ξύλο κάποιον 3. δίνω ή παίρνω θέλοντας και μη (α. «μού στούμπισε δέκα χιλιάδες» β. «στούμπισε γερή προίκα») 4. (με αισχρή… … Dictionary of Greek
στουμπανίζω — Ν στουμπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στούμπος / στουμπίζω, κατά τα ρ. σε αν ίζω (πρβλ. κοπ αν ίζω)] … Dictionary of Greek
στουμπώνω — Ν [στούμπος] 1. γεμίζω υπερβολικά κάτι με υλικά που μπορούν να συμπιεστούν («στούμπωσα τον σάκο με ρούχα») 2. (σχετικά με σωλήνα ή οχετό) προκαλώ απόφραξη ρίχνοντας υλικά που δεν διαρρέουν («τόν στούμπωσες τον νεροχύτη») 3. αποφράσσομαι, βουλλώνω … Dictionary of Greek
στρούμπος — ο, Ν βλ. στούμπος … Dictionary of Greek
στρούμπος — ο κόπανος, στούμπος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)